- προκαταστοχάζομαι
- προκατα-στοχάζομαι,A aim at in advance,
σκοποῦ Ptol.Tetr. 107
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοποῦ Ptol.Tetr. 107
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταστοχάζομαι — Α 1. στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. αποβλέπω σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστοχάζομαι «εικάζω, στοχεύω»] … Dictionary of Greek